ἑστιῶ

ἑστιῶ
ἑστιάω
receive at one's hearth
pres imperat mp 2nd sg
ἑστιάω
receive at one's hearth
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἑστιάω
receive at one's hearth
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἑστιάω
receive at one's hearth
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εστιώ — (ΑΜ ἑστιῶ, άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) [εστία] παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώ μσν. αρχ. μέσ. ἑστιῶμαι τρώω αρχ. 1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου 2. (για …   Dictionary of Greek

  • ἐστίω — εἰσ τίω pres subj act 1st sg (attic epic) εἰσ τίω pres ind act 1st sg (attic epic) ἐστί̱ω , εἰσ τίω pres subj act 1st sg (epic ionic) ἐστί̱ω , εἰσ τίω pres ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

  • εστίαμα — το (Α ἑστίαμα) [εστιώ] 1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.) 2. γεν. τροφή, φαγητό …   Dictionary of Greek

  • εστίαση — (Φυσ.). Η συγκέντρωση δέσμης ακτίνων σε ένα συγκεκριμένο σημείο. ε. δέσμης ηλεκτρονίων σε έναν σωλήνα καθοδικών ακτίνων. Οι κύριες μέθοδοι στην περίπτωση αυτή είναι η ηλεκτροστατική ε. και η ηλεκτρομαγνητική ε. Στην πρώτη, η δέσμη των ηλεκτρονίων …   Dictionary of Greek

  • εστιάτορας — ο (ΑΜ ἑστιάτωρ) [εστιώ] νεοελλ. ο ιδιοκτήτης εστιατορίου μσν. συνήθ. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες οι συνδαιτημόνες αρχ. 1. αυτός που παραθέτει γεύμα, που φιλεύει ή φιλοξενεί κάποιον, ο αμφιτρύωνας 2. συμποσιάρχης 3. ο καλεσμένος στην εστίαση, ο… …   Dictionary of Greek

  • καθεστίασις — καθεστίασις, ἡ (Α) επιγρ. δημόσια εστίαση, συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑστίασις (< ἑστιῶ < ἑστία)] …   Dictionary of Greek

  • καθιστιώ — καθιστιῶ, άω, (Α) επιγρ. δαπανώ για την τέλεση εορτών, συμποσίων, πανηγύρεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. καθιστιώ < καθεστιώ (με αφομοίωση) < κατ(α) * + ἑστιῶ (< ἑστία)] …   Dictionary of Greek

  • νικητήριος — α, ο (ΑΜ νικητήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νικητή ή στη νίκη («σάς άρπαξε η τύχη την νικητήριον δάφνην», Κάλβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το νικητήριο(ν) βραβείο για νίκη, έπαθλο («Ἑλλάνιε Ζεῡ, σὸν τὸ νικητήριον», Αριστοφ.) 3. (το… …   Dictionary of Greek

  • προεστίω — άω, ΜΑ κάνω το τραπέζι σε καλεσμένους προκαταβολικά, πριν από τη γιορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἑστιῶ «παραθέτω γεύμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”